ναπόας

ναπόας
ναπόας, [full] ναποίας, [full] ναποός,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναπόας — ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ναποίας, νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • ναποίας — και ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποίης …   Dictionary of Greek

  • νεωποίης — και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α) υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε αρχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”